παιδολογικός

παιδολογικός
-ή, -ό
ο σχετικός με την παιδολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παιδολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”